bredh
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bredh (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: bredhi) (πληθυντικός bredha)
bredh (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: bredhi) (πληθυντικός bredha)