galaverna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- galaverna < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]galaverna (it) θηλυκό (πληθυντικός galaverne)
Πηγές
[επεξεργασία]- galaverna - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).