rent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rent rents

rent (en)

  • το ενοίκιο
    I owe two months’ rent.
    Οφείλω ενοίκια δύο μηνών.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας rent
γ΄ ενικό ενεστώτα rents
αόριστος rented
παθητική μετοχή rented
ενεργητική μετοχή renting

rent (en)

  1. νοικιάζω από κάποιον (αυτοκίνητο, σπίτι, κλπ.)
    We must rent another house.
    Πρέπει να ενοικιάσουμε άλλο σπίτι.
    What is more advisable, renting or buying an apartment?
    Τι συμφέρει περισσότερο, το νοίκιασμα ή η αγορά διαμερίσματος;
     συνώνυμα: rent out, lease, hire
  2. νοικιάζω σε κάποιον
    Mrs. Smith rents rooms.
    Η κύρια Σμιθ ενοικιάζει δωμάτια.
     συνώνυμα: rent out, lease, let

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

rent (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 294. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ενοικιάζω, ενοίκιο