wave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
wave | waves |
wave (en)
- το κύμα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | wave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | waves |
αόριστος | waved |
παθητική μετοχή | waved |
ενεργητική μετοχή | waving |
wave (en)
- κουνώ
- ↪ The children waved flags.
- Tα παιδιά κουνούσαν σημαιούλες.
- ↪ The children waved flags.